- διασκώ
- διασκῶ (-έω) (Α)1. εξασκώ2. καλλωπίζω, διακοσμώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διασκῶ — διασκέω deck out pres subj act 1st sg (attic epic doric) διασκέω deck out pres ind act 1st sg (attic epic doric) διασκέω deck out pres subj act 1st sg (attic epic doric) διασκέω deck out pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασκώ — (AM ἀσκῶ, έω) 1. γυμνάζω, προπονώ, καθιστώ κάποιον έμπειρο και ικανό σε κάτι 2. μέσ. με συνεχή επανάληψη και άσκηση προσπαθώ να αποκτήσω πείρα, εκπαιδεύομαι, κοπιάζω μσν. εκκλ. μέσ. υποβάλλω το σώμα μου σε στερήσεις αρχ. 1. επεξεργάζομαι κάτι με… … Dictionary of Greek